- φαρσί
- επίρρ. в совершенстве; отлично, превосходно;
μιλώ τα ελληνικά φαρσί — отлично говорить по-гречески;
τώπα το μάθημα φαρσί — я ответил урок на отлично; — я знал урок назубок (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μιλώ τα ελληνικά φαρσί — отлично говорить по-гречески;
τώπα το μάθημα φαρσί — я ответил урок на отлично; — я знал урок назубок (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρσί — επίρρ. τροπ. (λ. τουρκ.), τέλεια, στην εντέλεια, άπταιστα: Μιλάει τα αγγλικά φαρσί. – Είπε το μάθημα φαρσί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρσί — Ν επίρρ. (ιδίως σχετικά με ξένη γλώσσα) στην εντέλεια, άπταιστα («μιλάει φαρσί τα αγγλικά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. farsi «περσικά», λόγω τού ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούν περσικές λ. για να διανθίσουν τον λόγο τους] … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek